Ο Χούλιο Κορτάσαρ είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, μυθιστοριογράφος που ανανέωσε τις αφηγηματικές τεχνικές του 20ού αιώνα και δεξιοτέχνης του φανταστικού διηγήματος. Μαζί με τους Γκαμπριελ Γκαρσία Μαρκές, Μάριο Βάργκας Γιόσα, Κάρλος Φουέντες, ανήκει στη γενιά των συγγραφέων που δημιούργησαν την έκρηξη, το λεγόμενο "Boom", της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στη δεκαετία του '60.
Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται δεκαεννέα διηγήματα, που έγραψε ο Κορτάσαρ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δεκαεννέα ιστορίες στις οποίες το φανταστικό γλιστρά ανεπαίσθητα μέσα στην καθημερινότητα, "η άλλη πλευρά των πραγμάτων" επεκτείνει λαθραία τα όριά της μεταβάλλοντας τους νόμους της λογικής. Οι ιστορίες του Κορτάσαρ μας παρασύρουν όπως ακριβώς συμβαίνει στα όνειρα, όπου πραγματικό κι εξωπραγματικό συγχέονται με τρόπο μαγικό χωρίς να αντιφάσκουν.
"Κανείς δεν μπορεί να αφηγηθεί την περίληψη μιας ιστορίας που έγραψε ο Κορτάσαρ. Κάθε ιστορία του αποτελείται από συγκεκριμένες λέξεις που βρίσκονται σε καθορισμένη σειρά. Αν προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε την υπόθεση, διαπιστώνουμε πως κάτι σημαντικό έχει χαθεί".
(Χόρχε Λουίς Μπόρχες)
"Η συγγραφή ήταν για τον Κορτάσαρ παιχνίδι, διασκέδαση, οργάνωση της ζωής, των λέξεων, των ιδεών, με την αυθαιρεσία, την ελευθερία, τη φαντασία, την ανευθυνότητα που χαρακτηρίζει τα παιδιά και τους τρελούς. Παίζοντας όμως ο Κορτάσαρ άνοιξε πόρτες άγνωστες, φλέρταρε με το υπερβατικό.... βυθοσκόπησε αβύσσους της συνείδησης πάνω από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να σκύψει χωρίς να διατρέξει τον κίνδυνο της τρέλας ή του θανάτου."
(Μάριο Βάργκας Γιόσα)
Ο Λούκας και οι μονόλογοί του
Ρε συ, άκου να σου πω, δε φτάνει που τ’ αδέλφια σου μου τα ’πρηξαν ώς το μη παρέκει ενόσω σε περίμενα με τόση όρεξη να πάμε μια βόλτα, έχω και σένα να καταφτάνεις μούσκεμα, μ’ αυτή τη φάτσα κάτι ανάμεσα σε βαρίδι κι αναποδογυρισμένη ομπρέλα που κι αν την έχω δει τόσες φορές. Έτσι δεν κάνουμε προκοπή, να το ξέρεις. Τι σόι βόλτα θα ’ναι αυτή αν πρόκειται να σε κοιτάζω όλη την ώρα για να καταλάβω πως μαζί σου θα βραχώ ώς το κόκαλο, πως το νερό θα κατρακυλάει στο σβέρκο μου, πως τα cafes θα μυρίζουν υγρασία και θα ’χει σίγουρα μια μύγα στο κρασί μου;
Μπορώ να πω ότι δεν έχει νόημα να σου δίνει κανείς ραντεβού [...].
----------------------------------
Μοίρα των εξηγήσεων
Κάπου πρέπει να υπάρχει μια χωματερή όπου στοιβάζονται οι εξηγήσεις.
Ένα μόνο πράγμα είναι ανησυχητικό σ’ αυτό το σωστό πανόραμα: ό,τι ενδέχεται να συμβεί τη μέρα που κάποιος θα κατορθώσει να εξηγήσει και τη χωματερή.
----------------------------------
Έρωτας 77
Κι αφού κάνουν όλα όσα κάνουν, σηκώνονται, πλένονται, πουδράρονται, παρφουμάρονται, χτενίζονται, ντύνονται, κι έτσι, σιγά σιγά, ξαναγίνονται αυτό που δεν είναι.
Πίσω από το όνομα "Λούκας" κρύβεται κάποιος «Χούλιο» που αφηγείται ιστορίες για τους αγαπημένους του πιανίστες, τις ζωές εκκεντρικών καλλιτεχνών, τα έθιμα ορισμένων αργεντινών οικογενειών, την αγάπη και τη φιλία. Ακούραστος ανατροπέας κανόνων, προσφέρει μέχρι και συμβουλές για το πώς να γυαλίσετε τα παπούτσια σας, να γράψετε ποιήματα, να δώσετε διαλέξεις, να καταφέρετε να σας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές από μια συναυλία ή να κολυμπήσετε σε μια πισίνα με αλεύρι. Σε τελική ανάλυση, αυτό εδώ είναι περισσότερο ένα εγχειρίδιο κόντρα στη σοβαρότητα, παρά ένα βιβλίο μυθοπλασίας.
"Αντιμυθιστόρημα", "Xρονικό μιας τρέλας", "Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά", "Κάτι σαν ατομική βόμβα", "Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία", "Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα", "Ένα ψέλλισμα". Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το "Κουτσό", το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το "Κουτσό", πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση.
"Δεν ήμαστε ερωτευμένοι, κάναμε έρωτα με αποστασιοποιημένη δεξιοτεχνία και κριτικό πνεύμα, αλλά μετά πέφταμε σε κάτι τρομερές σιωπές, ο αφρός της μπίρας στα ποτήρια έκοβε, η μπίρα ζεσταινόταν και ξεθύμαινε, ενώ εμείς κοιταζόμασταν και νιώθαμε πως αυτό σημαίνει χρόνος. Στο τέλος η Μάγα σηκωνόταν κι έκοβε άσκοπες βόλτες στην κάμαρα. Πάνω από μία φορά την είδα να θαυμάζει το σώμα της στον καθρέφτη, να πιάνει τα στήθη της όπως τα συριακά αγάλματα, και με τα μάτια να θωπεύει αργά το δέρμα της. Δεν μπόρεσα ποτέ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να την καλέσω κοντά μου, να τη νιώσω να γέρνει λίγο λίγο πάνω μου, και πάλι να διχάζεται, μετά από εκείνη τη στιγμή που ’χε μείνει τόσο μόνη και τόσο ερωτευμένη μπροστά στην αιωνιότητα του σώματός της".
Ένα μήνα σχεδόν πριν πεθάνει ο Κορτάσαρ, κλείνει μια ομπρέλα που ήπιε όλα τα χρώματα, γιατί αυτό είναι το μαύρο, και καταθέτει το τελευταίο του όπως αποδείχτηκε γραπτό, για να συνοδεύσει κάποιους πίνακες. Σχόλια ριπές που άλλοτε το κατονομάζουν, άλλοτε όχι σαν χρώμα, με το αντίστοιχο σθένος για το συμβολισμό του. Ο Κορτάσαρ είναι στο Παρίσι, τον φροντίζει η πρώτη του γυναίκα γιατί η τελευταία έχει πεθάνει πριν από αυτόν. Επισκέπτεται την αγαπημένη του Βιβλιοθήκη και δεν μπορεί να ανεβεί τη σκάλα.
Του μεταφέρουν την κατάσταση δι' αντιπροσώπου. Αν πυκνώσεις τη συμβολική ζοφερότητα του μαύρου λάμπει. Αυτό κάνει ο Κορτάσαρ στο τελευταίο ποίημα του. σής τους.