Τον Σεπτέμβριο του 1944, στο Ζιγκμαρίνγκεν, μια μικρή γωνιά της Γερμανίας που δεν είχε πληγεί ώς τότε από τον πόλεμο, κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του το πιο σκοτεινό κομμάτι της Γαλλίας: η κυβέρνηση δωσιλόγων του Βισύ με τον στρατάρχη Πεταίν, τον Λαβάλ, τους υπουργούς τους, ένα τσούρμο πολιτοφύλακες, και δύο χιλιάδες Γάλλους πολίτες οι οποίοι τους ακολούθησαν στη φυγή. Ανάμεσά τους και ο μεγάλος συγγραφέας, αλλά φανατικός αντισημίτης, Σελίν.
Ο Χίτλερ τούς εγκαθιστά στον πύργο των Χοεντσόλερν, ηγεμόνων της περιοχής εδώ και αιώνες, που εκδιώκονται βιαίως. Τη ζωή τους την παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του Γιούλιους Στάιν, του Γερμανού αρχιοικονόμου της επιφανούς οικογένειας. Ο Στάιν δρα αθόρυβα στα παρασκήνια, δεν σχολιάζει, αλλά ακούει, βλέπει και γνωρίζει τα πάντα.
Κι ενώ οι Σύμμαχοι πλησιάζουν ταχύτατα στον Δούναβη και ο κλοιός σφίγγει, το Ζιγκμαρίνγκεν οργανώνεται και μετατρέπεται σε μικρή Γαλλία. Ξεσπάσματα, προδοσίες, φήμες για κατασκοπία, αντιζηλίες: η εξορία δεν σβήνει τα πάθη. Ορισμένοι ονειρεύονται να αποκαταστήσουν την εξουσία τους, άλλοι να εξαφανίσουν το ταραγμένο παρελθόν τους, ή να ικανοποιήσουν, ακόμη και αυτή την ύστατη στιγμή, τις φιλοδοξίες τους.
Το Ζιγκμαρίνγκεν όμως δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Η πτώση του Τρίτου Ράιχ είναι δεδομένη και, οχτώ μήνες μετά την άφιξή τους, όλοι εκείνοι οι Γάλλοι θα προσπαθήσουν να το σκάσουν για να σώσουν το τομάρι τους.
Ένα θέατρο σκιών, όπου τίποτα δεν ξεφεύγει από τη ματιά του Γιούλιους Στάιν. Ο διακριτικός έρωτάς του για τη Ζαν Βόλφερμαν, την οικονόμο του στρατάρχη, τον οδηγεί να βγει από τη σκιά και να παίξει ενεργό ρόλο.
«Ο αναγνώστης είναι ο άλλος, το πρόσωπο που προσπαθώ να προσεγγίσω. Και αυτή η ετερότητα είναι συγχρόνως ένα μέρος του εαυτού μου».
«Ο ποιητής πρέπει να είναι επαναστάτης στην τέχνη του, η ίδια η ποίησή του πρέπει να είναι η επανάσταση και όχι το μέσο. Η ποίηση είναι αντι-ιδεολογική, υπηρετεί μόνο την ποίηση. Η ποίηση δεν είναι για την ποίηση, αλλά για τη ζωή, δεν υπερασπίζομαι λαούς, αλλά τον άνθρωπο».
Ο Άδωνις στρέφεται στο παρελθόν χωρίς να καθηλώνεται, κοιτάζει κατάματα των τεράτων τα πρόσωπα χωρίς να απολιθώνεται. Ονομάζει μέλλον το παρόν και είναι παντού παρών, τόσο στο χθες, όσο στο σήμερα και στο αύριο. Έρχομαι από το μέλλον. Κατευθύνομαι προς το μακρινό κι εκείνο ξεμακραίνει. Έτσι δεν φτάνω ποτέ. Μα ακτινοβολώ.
Η μορφή των ποιημάτων του ακολουθεί πιστά την αντίφαση της καταστροφής και της δημιουργίας. Χτίζει και γκρεμίζει, δομεί και αποδομεί ακαταπαύστως κι οι στίχοι μοιάζουν πράγματι, μορφολογικά και εννοιολογικά, να χτίζονται και να γκρεμίζονται σαν ένα διαρκώς υπό ανέγερση οικοδόμημα. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Άδωνη, τέτοια είναι η παντοδυναμία της ποίησης. Όλα είναι μεταφορά. Κάθε πραγματικότητα είναι σχετική κι η φαντασία είναι εκείνη που συνδέει τα πράγματα για να τα ενώσει και να τα χωρίσει. Οι λέξεις του αλλάζουν συνεχώς, αποκαλύπτουν συνεχώς καινούριες λέξεις, επιστρέφουν σαν οιωνοί, επαναλαμβάνονται με διαφορετικές σημασίες. Μοιάζουν σαν λέξεις που αιωρούνται, γραμμένες όχι πάνω στο χαρτί αλλά κάπου αλλού, στους αιθέρες ή στην άβυσσο. Η έκφρασή του, πολύπλοκη και ερμητική, πηγάζει συγχρόνως από τη φιλοσοφία, τη μεταφυσική και τον μυστικισμό.
«Ο σημαντικότερος εν ζωή Άραβας ποιητής». Maya Jaggi, Guardian
«To έργο του Άδωνη είναι μια Οδύσσεια κι ο ίδιος αρνείται να γίνει ο ήρωάς της». Alain Jouffroy
«Η γλώσσα του Άδωνη αποκαλύπτει τη βαθιά συγγένεια του Εγώ και του Άλλου. Βία και ειρήνη, διαστολή και συστολή τoυ ποιητικού λόγου». Yves Bonnefoy
Το βιβλίο αυτό, κατά πολλούς το πιο σημαντικό που κατέλιπε ο Ντανίλο Κις, απαρτίζεται από επτά σκοτεινές ιστορίες και παρουσιάζει παραλλαγές του θέματος της πολιτικής και κοινωνικής αυτοκαταστροφής σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Οι χαρακτήρες σε τούτες τις ιστορίες, οι οποίες σμιλεύουν μια ενιαία φοβερή αφήγηση για την επανάσταση και τη βία, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο όπου τα παιχνίδια της εξουσίας, η υποκρισία, ο φόβος, οι ανακρίσεις, τα βασανιστήρια και οι ψευδείς ομολογίες οδηγούν σε μια κοινή μοίρα, τον θάνατο. Παρότι οι συγκεκριμένες ιστορίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα και σχετίζονται κυρίως με ανθρώπους που χάθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο του σταλινικού Μεγάλου Τρόμου, η ακρίβεια και η ομορφιά της γλώσσας τις ανυψώνουν σε μια λογοτεχνία που υπερβαίνει το πλαίσιο της εποχής τους. Στο Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς ο συγγραφέας προσεγγίζει με νέο τρόπο ένα μοτίβο που τον απασχολούσε έντονα: το θύμα που αντιμετωπίζει την τυφλή δύναμη της αυθαιρεσίας. Ένα κλασικό πλέον έργο της σύγχρονης ευρωπαϊκής πεζογραφίας σε νέα μετάφραση και έκδοση.
«Με τον Ντανίλο Κις έχουμε έναν συγγραφέα που οι ικανότητές του ανταγωνίζονται τις ικανότητες του ίδιου του χρόνου και η σκέψη αυτή φέρνει τα πάνω κάτω [...]. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για το Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς είναι ότι επιτυγχάνει την αισθητική κατανόηση εκεί όπου η ηθική καταρρέει [...]. Γράφοντας αυτό το βιβλίο, ο Ντανίλο Κις θέλει να πει, πολύ απλά, πως η λογοτεχνία είναι το μοναδικό διαθέσιμο εργαλείο για την κατανόηση φαινομένων, το μέγεθος των οποίων ειδάλλως μουδιάζει τις αισθήσεις και διαφεύγει την ανθρώπινη αντίληψη [...]. Μόνο τα ονόματα είναι επινοημένα εδώ. Η ιστορία, δυστυχώς, είναι απολύτως αληθινή. Θα ευχόταν κανείς να συνέβαινε το αντίστροφο».
Από την εισαγωγή του Γιόζεφ Μπρόντσκι
Ένα κορίτσι, ένα πασπαρτού, ένας αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, λίγο σαφράνι και ένας ρωσικός μπλε γάτος... θα μεταμορφώσουν τον μικρόκοσμο του κόμη Ροστόφ.
Τη στιγμή που ο Αλεξάντρ Ίλιτς Ροστόφ περνούσε φρουρούμενος τις πύλες του Κρεμλίνου και έβγαινε στην Κόκκινη Πλατεία, ο καιρός ήταν αίθριος και δρoσερός. Οι αξιωματούχοι του τωρινού καθεστώτος αποφάνθηκαν ότι η ποινή που αρμόζει σε έναν αριστοκράτη που τόλμησε να γράψει ποίηση είναι ο εγκλεισμός του στο ξενοδοχείο Μετροπόλ.
Ήταν Ιούνιος του 1922 στη Μόσχα, όταν ο λοχαγός οδήγησε τον κόμη και τη συνοδεία του στην είσοδο του μεγαλόπρεπου αρ νουβό ξενοδοχείου κι από εκεί σε ένα κακοφωτισμένο κλιμακοστάσιο που κατέληγε σε μια σοφίτα. Ανάμεσα στα λιγοστά έπιπλα που του επέτρεψαν να κρατήσει,
ο κόμης διάλεξε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο, το πορτρέτο της νεκρής αδελφής του και όλα τα βιβλία του. Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο ο πρώην αριστοκράτης θα μπορούσε ν’ ακούσει τις σκέψεις του για τα επόμενα τριάντα χρόνια, καθώς έξω εκτυλίσσονταν μερικές από τις πιο επεισοδιακές δεκαετίες της
ρωσικής και παγκόσμιας Ιστορίας, η άνοδος του Στάλιν και η Μεγάλη Εκκαθάριση, η κατάρρευση του μετώπου το καλοκαίρι του ’41, η απαρχή του Ψυχρού Πολέμου...
Ο Amor Towles, αν και ξένος, καταφέρνει να αναβιώσει το μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα και να δημιουργήσει στο μυαλό του αναγνώστη μια πανδαισία εικόνων, αρωμάτων και αισθήσεων, αναμειγνύοντας τους πύρινους στίχους του Μαγιακόφσκι, την αφηγηματικότητα του Τολστόι, την ενδοσκόπηση του Ντοστογιέφσκι, τη σάτιρα του Μπουλγκάκοφ και την αγωνία του Σολζενίτσιν.