"Ο μπαμπάς μ’ έπιασε από τους ώμους κι έγινε κατακόκκινος. ‘‘Μη φορέσεις ποτέ ξανά γυναικεία ρούχα, ακούς τι σου λέω; Ακούς τι σου λέω, Γκίγε;’’ Και είπε: ‘‘Την επόμενη φορά που θα σ’ ακούσω να λες μπροστά στους θείους ότι όταν μεγαλώσεις θέλεις να γίνεις Μαίρη Πόππινς, σου τ’ ορκίζομαι ότι... σου τ’ ορκίζομαι ότι...’’".
Ο Γκίγε δίνει την εικόνα ενός παιδιού χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Δείχνει ευτυχισμένος, είναι επιμελής και φρόνιμος μαθητής της Δ΄ δημοτικού και κάνει πολύ στενή παρέα με μια συμμαθήτριά του από το Πακιστάν, τη Ναζία. Η μαμά του Γκίγε εργάζεται στο Ντουμπάι και είναι εντελώς απούσα, ο μπαμπάς του έχει προσφάτως βγει στην ανεργία, και ο μικρός -που δεν μιλάει για τη μητέρα του- έχει ως μοναδικό πρότυπο τη Μαίρη Πόππινς. Η δασκάλα του αρχίζει να διαισθάνεται πως κάτι δεν πάει και τόσο καλά. Πιστεύει πως η εξάρτησή του από την -εξιδανικευμένη στη φαντασία του μικρού- Μαίρη Πόππινς είναι μόνον η ορατή κορυφή ενός παγόβουνου, και ζητά τη βοήθεια της ψυχολόγου του σχολείου. Με τη σειρά της, η ψυχολόγος ζητά από τον Γκίγε να της ζωγραφίσει κάποιες εικόνες από την καθημερινότητά του, κι έτσι απλώνονται μπροστά της τα κομμάτια ενός πολύ σύνθετου παζλ...
Τώρα αντιλαµβάνεται ότι, όσο κι αν προσπαθεί να εξεγερθεί, η σκέψη της τον καταδιώκει κάθε χιλιοστοµετρική στιγµή της µέρας... Και καταλαβαίνει ότι η υπόθεση είναι γελοία, χαζή και ολέθρια, ότι είναι η κλασική παγίδα στην οποία πέφτουν οι χωριάτες απ’ την επαρχία, που οποιοσδήποτε θα τους περνούσε για ηλίθιους και γι’ αυτό δεν έχουν να περιµένουν παρηγοριά, βοήθεια ή έλεος από κανέναν, η παρηγοριά και η βοήθεια µπορούν να έρθουν µόνο από εκείνη, αλλά εκείνη δεν νοιάζεται γι’ αυτόν, όχι από κακία ή επειδή της αρέσει να τον κάνει να υποφέρει, µόνο που για κείνη αυτός δεν είναι παρά ένας τυχαίος πελάτης, εξάλλου πού να ξέρει η Λάιντε ότι ο Αντόνιο είναι ερωτευµένος; Δεν µπορεί καν να της περάσει απ’ το µυαλό, ένας άντρας από ένα τόσο διαφορετικό περιβάλλον, ένας άντρας σχεδόν πενήντα χρονών.
Και οι άλλοι; Η µητέρα του, οι φίλοι; Αλίµονο αν ήξεραν. Κι όµως, ακόµα και στα πενήντα του µπορεί κανείς να είναι παιδί, αδύναµος, χαµένος και τροµαγµένος ακριβώς όπως το παιδί που χάθηκε στο σκοτεινό δάσος. Η ανησυχία, η δίψα, ο φόβος, το σάστισµα, η ζήλια, η ανυποµονησία, η απελπισία. Ο έρωτας!
Το Μιλάνο της δεκαετίας του 1960, ένα σύμβολο της Βαβέλ κάθε εποχής, είναι το φόντο στο οποίο εκτυλίσσεται αυτή η μικρή ερωτική ιστορία. Πρωταγωνιστές της ο μεσήλικας αρχιτέκτονας Αντόνιο Ντορίγκο και η Λάιντε, μια νεαρή πόρνη. Εκείνος την ερωτεύεται παράφορα και εμμονικά, εκείνη του φέρεται σαδιστικά υποβάλλοντάς τον σε διάφορους εξευτελισμούς.
Μια ιστορία για τη λαχτάρα της αληθινής αγάπης μεταξύ ανθρώπων με γήινες φιλοδοξίες.