"Το καράβι γλιστρούσε απαλά στα ήρεμα νερά. Έπειτα από ένα ταξίδι εξήντα ημερών, δεν έβλεπα την ώρα να πιάσω στεριά σε ένα εύφορο και όμορφο νησί των τροπικών. Οι πιο ενθουσιώδεις από τους κατοίκους του χαίρονται να το περιγράφουν ως το "Μαργαριτάρι του Ωκεανού". Ε, λοιπόν, ας το πούμε κι εμείς έτσι, το "Μαργαριτάρι". Είναι μια χαρά όνομα. Ένα μαργαριτάρι αποστάζει πολλή γλύκα σε τούτο τον κόσμο".
Έτσι αρχίζει το "Ένα χαμόγελο της τύχης", μια από τις γνωστότερες νουβέλες του Τζόζεφ Κόνραντ, γραμμένη το 1911, κατά την ώριμη συγγραφική περίοδό του, όπου αφηγείται τη ζωή ενός νεαρού καπετάνιου, όταν το πλοίο του καταπλέει σε ένα ονειρικό νησί των τροπικών, στο "Μαργαριτάρι του Ωκεανού".
Ο νεαρός Άγγλος καπετάνιος, το όνομα του οποίου πουθενά δεν αναφέρεται, γοητευμένος από τη μαγεία του τοπίου που αντικρίζει, αμέσως μετά την άφιξή του, γνωρίζεται, για επαγγελματικούς λόγους με τους δύο αδελφούς Τζακόμπους και εντελώς απρόσμενα συναντά την όμορφη, μυστηριώδη και ατίθαση δεσποινίδα Τζακόμπους, που του γεννά τον ερωτικό πόθο, αλλά και τη θλίψη. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές στην ιστορία του Κόνραντ, εμπλέκονται σε μια σειρά σχέσεων εξαπατημένης εμπιστοσύνης, οικογενειακής έχθρας, εκβιασμών και παράνομων συναλλαγών, όπως και ενός αμφιταλαντευόμενου και ανολοκλήρωτου ερωτικού πάθους.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο το Ένα χαμόγελο της τύχης, θεωρείται, από πολλούς κριτικούς και ιστορικούς της λογοτεχνίας, ως ο προάγγελος του Μοντερνισμού, ένα πέρασμα του Κόνραντ από τον Ρομαντισμό σε ένα νέο ρεύμα που θα κυριαρχήσει και θα καθορίσει τον 20ό αιώνα.