Σε δύο τόμους, συνολικής έκτασης 1.000 σελίδων, υπό τον τίτλο «Αγαπητέ μου Γιώργο», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος η αναμενόμενη από χρόνια αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη με τον Γιώργο Κ. Κατσίμπαλη, τον «κολοσσό του Μαρουσιού» κατά τον Henry Miller. Οι δύο συνονόματοι αλληλογράφοι αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ισόβιας φιλίας και εκατέρωθεν αφοσίωσης και έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση, την προβολή και την διεθνή αναγνώριση της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Από τα χρόνια των σπουδών τους στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1920 μοιράζονται την κοινή αγάπη τους για τις δύο μείζονες προσωπικότητες της εποχής εκείνης, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωστή Παλαμά, ενώ παράλληλα σχεδιάζουν και ονειρεύονται τη ριζική ανανέωση του λογοτεχνικού σκηνικού στην Ελλάδα. Η αλληλογραφία τους καλύπτει το χρονικό διάστημα 1924-1970 και συνιστά ένα εκτενές χρονικό των κοινωνικών και πνευματικών συνθηκών της χώρας μας κατά την περίοδο αυτή, παρέχοντας πληθώρα στοιχείων και πληροφοριών τόσο για για την ιδιωτική ζωή όσο και για τη δημόσια παρουσία των δύο ανδρών, αλλά και πολλών άλλων συγγραφέων.
Η παρούσα αλληλογραφία είναι η εκτενέστερη από όλες τις σεφερικές αλληλογραφίες που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα και συμπληρώνει με άγνωστα έως τώρα στοιχεία την ποιητική και δημιουργική πορεία του Σεφέρη, καλύπτοντας «εκ των ένδον» κενά η προσκομίζοντας νέες εκδοχές για λιγότερο γνωστά γεγοντότα και περιστατικά. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται ο καθοριστικός ρόλος του Κατσίμπαλη στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής γενιάς του 1930, η εξίσου καθοριστική συμβολή του στη μετάφραση της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε αγγλική γλώσσα, καθώς και οι πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε ο ίδιος με την έκδοση και διεύθυνση σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών, όπως το προπολεμικό Τα Νέα Γράμματα και η μεταπολεμική Αγγλοελληνική Επιθεώρηση.
Κεφάλαιο 3
ΘΑ ΗΘΕΛΑ τώρα προτού τελειώσω, να συνοψίσω τη γνώμη μου για την αξία του βιβλίου του Μακρυγιάννη. Ακούσατε λίγες περικοπές του. Είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς. Αλλά θα σας δώσουν οπωσδήποτε μιά μικρή βάση για να κρίνετε την ιδέα μου, που είναι η ακόλουθη: Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.
Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή τι εννοούμε όταν λέμε πεζός λόγος. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, οι ποιητές πήραν την άδεια να μη χρησιμοποιούν κανονικά τα εξωτερικά και χοντρά γνωρίσματα της ποίησης -δεν ήταν άλλωστε διόλου γνωρίσματα- όπως οι ρίμες και ο παλιός μνημοτεχνικός στίχος. Αυτό δε σημαίνει φυσικά πως η διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο έπαψε να υπάρχει. Έγινε απεναντίας πιο ουσιαστική. Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου. Με την πρόζα που σας διαβάζω τώρα προσπαθώ να σας οδηγήσω, περπατώντας στο πλάϊ σας, για νά ιδήτε τι πράγμα είναι αυτός ο Μακρυγιάννης, όπως αν σας δεχόμουνα σε μια άγνωστή σας πολιτεία. Αν είχα να γράψω ένα ποίημα που να εκφράζει τον Μακρυγιάννη δε θα ήταν διόλου το ίδιο. Θα κοίταζα να γράψω τρεις γραμμές ή τρεις σελίδες, συγκεντρώνοντας από την εμπειρία που έχω των εικόνων και των καημών του τόπου μου, τις λέξεις εκείνες που κατά το αίσθημά μου θα σας έδιναν τη συγκίνηση που μου έδωσε, χωρίς ίσως να τον ονομάσω διόλου, αυτόν ή τα πράγματα που ονομάζει. Στην ποίηση, το προηγούμενο βήμα δε χάνεται ποτέ μέσα στο επόμενο, απεναντίας μένει καρφωμένο στη μνήμη ως το τέλος και ακέραιο μέσα στο σύνολο του ποιήματος. Στην πρόζα, κάθε βήμα καταναλίσκεται μόλις τέλειωσε ο προορισμός του, που είναι να προχωρήσουμε. Η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη· είναι ο παράγραφος, είναι η σελίδα που γυρίζουμε σιωπηλά. Η μορφή της και ο ρυθμός της είναι ο δρόμος, καθώς τον ακολουθούμε· και το περιεχόμενό της, τα πράγματα που συνδυάζονται, καθώς τα βλέπουμε προχωρώντας. Γι’αυτό η πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα -δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πρόζα που λέγεται «ποιητική»- και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πως είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο.