"Στην αρχή αρχή της Γένεσης γράφει πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να εξουσιάζει τα πουλιά, τα ψάρια, και γενικά όλα τα ζώα. Φυσικά, τη Γένεση την έγραψε άνθρωπος, και όχι π.χ. άλογο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο Θεός ήθελε πραγματικά να εξουσιάζει ο άνθρωπος τα άλλα πλάσματά του. Το πιθανότερο είναι να τον επινόησε ο άνθρωπος τον Θεό, για να καθαγιάσει την εξουσία που σφετερίστηκε, υφαρπάζοντάς την από την αγελάδα και το άλογο. Ναι, το δικαίωμα να σκοτώνουμε ένα ελάφι ή μια αγελάδα είναι το μόνο πράγμα που βρίσκει αδελφωμένη ολόκληρη την ανθρωπότητα, ακόμα και στους πιο αιματηρούς πολέμους.
"Αυτό το δικαίωμα μας φαίνεται αυτονόητο, επειδή βρισκόμαστε στην κορυφή της ιεραρχίας. Αρκεί όμως να μπει στο παιχνίδι ένας τρίτος, λόγου χάρη ένας επισκέπτης από άλλον πλανήτη, που θα του έχει πει ο Θεός: "Θα εξουσιάζεις τα πλάσματα όλων των άλλων αστέρων", και τίθεται αυτομάτως υπό αμφισβήτηση όλη η αυθεντία της Γένεσης. Ο άνθρωπος ζεμένος στην άμαξα από έναν Αρειανό, ή ίσως ψητός στη σούβλα από έναν κάτοικο του Γαλαξία, ενδεχομένως να θυμόταν τότε τη μοσχαρίσια μπριζόλα που έκοβε συχνά στο πιάτο του και να ζητούσε (πολύ αργά) συγνώμη από την αγελάδα."
Στην "Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης", το γνωστότερο ίσως μυθιστόρημα του Κούντερα, έπειτα από το "Αστείο" που τον καθιέρωσε παγκοσμίως, ο συγγραφέας, με φόντο τη νεότερη πολιτική ιστορία και πρόσχημα μια πολυδαίδαλη ερωτική σχέση, μας ξεναγεί στην περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, με συνομιλητές του τον Παρμενίδη, τον Νίτσε, τον Μπετόβεν κ.ά. Με το γνωστό χιούμορ και τον πικρό σαρκασμό του μας μιλά για τον έρωτα και το σεξ, για την ασύμπτωτη γλώσσα των εραστών, το αισθητικό αλλά και το πολιτικό κιτς, καθώς και για τις πάσης φύσεως επιταγές, τα "πρέπει" που καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή, κάνοντας όλο και πιο ασήκωτο το βάρος της ελαφρότητάς της.
Οι "Κωμικοί έρωτες", γραμμένοι μέσα σε μια δεκαετία, μεταξύ 1959 και 1968, πριν δηλαδή από το "Αστείο" (1967) και παράλληλα με αυτό, εκδίδονται το 1970 και θεωρούνται έτσι το δεύτερο έργο του Κούντερα. "Ώς τα τριάντα μου" λέει σε συνέντευξή του ο Κούντερα "έγραφα διάφορα πράγματα: κυρίως μουσική, αλλά και ποίηση, έγραψα ακόμα κι ένα θεατρικό, [...] αναζητώντας τη φωνή μου, το ύφος μου, αναζητώντας τον εαυτό μου. Με την πρώτη ιστορία των "Κωμικών ερώτων" (γραμμένη το 1959) είχα τη βεβαιότητα πως "με βρήκα". Έγινα πεζογράφος, μυθιστοριογράφος, και δεν είμαι τίποτ' άλλο."
Το εντυπωσιακό είναι ότι με το έργο αυτό, που αρθρώνεται σε επτά ανεξάρτητες ιστορίες, ο Κούντερα δεν έχει βρει μόνο τα θέματά του, προαναγγέλλοντας έτσι τα κατοπινά μυθιστορήματά του, αλλά και τα εκφραστικά του μέσα, το ύφος του, πλήρως διαμορφωμένο ήδη.
Κωμικοί έρωτες, δηλαδή έρωτες για γέλια, στην κατηγορία μάλλον του ασόβαρου παρά του γελοίου, με τον γνωστό πικρό σαρκασμό με τον οποίο ανατέμνει ο συγγραφέας την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και της εποχή τους.