Το αξιοσημείωτο με τον Νόρμαν Μπλοχ, τον συγκάτοικό μου στον κοιτώνα, δεν ήταν τα έργα τέχνης που άλλοτε κρέμονταν στους τοίχους του. Εκείνο που μ' εντυπωσίασε είναι το έγκλημα που είχε διαπράξει. Αυτό από μόνο του ήταν ένα είδος τέχνης, εννοιολογικής φύσεως, ακραίας διαβάθμισης, μια πράξη τόσο ανέμελη και εν τούτοις τόσο κοινωνικά προκλητική, που ο Νόρμαν ήδη έναν χρόνον τώρα εδώ, θα περνούσε έξι ακόμη χρόνια στη φυλακή, στην κουκέτα, στην κλινική, στις ουρές για φαγητά, στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν οι στεγνωτήρες χεριών στις τουαλέτες. Ο Νόρμαν δεν πλήρωνε φόρους. Δεν καταχωρούσε τριμηνιαίες δηλώσεις ή ετήσιους απολογισμούς και δεν ζητούσε παράταση. Δεν προχρονολόγησε έγγραφα, δεν έστησε τραστ ή ιδρύματα, δεν άνοιξε κρυφούς λογαριασμούς ούτε χρησιμοποίησε τους έτοιμους νομικούς μηχανισμούς των υπεράκτιων παραδείσων. Δεν διαδήλωνε για πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα. Δεν ήταν μηδενιστής, να απορρίπτει τις αξίες και τους θεσμούς. Ήταν απολύτως διαφανής. Απλώς δεν πλήρωνε. Ήταν ένα είδος λήθαργου, είπε, όπως όταν κανείς αποφεύγει να πλύνει τα πιάτα ή να στρώσει το κρεβάτι.