[...] Ήθελα κρυφά να διαβάζει το ημερολόγιο μου. Ήταν αλήθεια πως "ένας άνθρωπος σαν και μένα, που δεν ανοίγει την καρδιά του στους άλλους, χρειάζεται τουλάχιστον να μιλάει και ν' ακούει ο ίδιος τον εαυτό του", ένας όμως απ' τους λόγους που έγραφα ήταν να τα διαβάζει κι ο άντρας μου. [...] Ως προς αυτήν τη μυστικοπάθεια, για την οποία ο σύζυγός μου με περιγελούσε, κι αυτός δεν ήταν καλύτερος. Και αυτός και εγώ, ξέροντας ότι διαβάζουμε αντίστοιχα στα κρυφά ο ένας το ημερολόγιο του άλλου, σηκώσαμε φράγματα, στήσαμε εμπόδια στους δρόμους μας, πήραμε όσο πιο πλάγιους δρόμους μπορούσαμε και, όπως ήταν αναμενόμενο, η επίτευξη των σκοπών μας παρέμεινε μέχρι τέλους αβέβαιη· τέτοιοι ήταν οι όροι του παιχνιδιού μας. [...]
"Το κλειδί", γραμμένο το 1956, είναι το προτελευταίο μυθιστόρημα του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι. Πραγματεύεται ένα από τα αγαπημένα θέματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας, αυτό του ηλικιωμένου άνδρα που έχει ακόμα μέσα του τη φλόγα του έρωτα και που το όψιμο πάθος του τον οδηγεί στην καταρράκωση.
"Το κλειδί" είναι ένα μυθιστόρημα που αναπτύσσεται με τη μορφή δύο ημερολογίων που κρατούν αντιστοίχως ο άντρας και η γυναίκα, παντρεμένοι χρόνια και κουρασμένοι. Από ένα σημείο και μετά, ο καθένας προορίζει το ημερολόγιο για την κρυφή ανάγνωση από τον άλλο, με σκοπό να τον ερεθίσει αλλά και για να τον πληγώσει. Η διαφορά που δημιουργείται ανάμεσα στα δύο ημερολόγια δημιουργεί μια συνεχή ένταση και μας κάνει να γινόμαστε συνένοχοι του ενός ή του άλλου από τους συζύγους -αυτό εναπόκειται στον αναγνώστη.
Το πόδι της Φουμίκο παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό από τα πρώιμα έργα του Τανιζάκι που διερευνούν πλευρές «διαστροφικής», όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή, σεξουαλικότητας.
«Μπορεί να φανεί παράξενο ότι μιλάμε για έκφραση αναφερόμενοι σε ένα πόδι, αλλά, αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω πως ένα πόδι δεν είναι λιγότερο εκφραστικό από ένα πρόσωπο. Έχω την αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια γυναίκα παθιασμένη ή ένα ψυχρό και σκληρό άτομο από την εντύπωση που δημιουργεί το πόδι τους.
Μες στη λευκότητα του ποδιού, ένα ροζ ιρίδιζε στα άκρα των δαχτύλων, καταλήγοντας σε ένα ωχρό κόκκινο φωτοστέφανο. Μου θύμιζε τα καλοκαιρινά γλυκά, τις φράουλες στο γάλα, τα χρώματα ενός φρούτου που λιώνει μέσα σ’ ένα λευκό υγρό, και είναι ακριβώς αυτό το χρώμα που απλωνόταν σε όλη την καμπύλη γραμμή του ποδιού της Ο-Φούμι.»