Ξεκινώντας από το ημερολόγιο του παρθενικού του ταξιδιού στη Νέα Υόρκη, ο Γιάννης Κιουρτσάκης περιγράφει το κράμα θάμβους και απορίας που κυριεύει έναν άνθρωπο ριζωμένο στην προνεωτερική παράδοση του τόπου του μπροστά σε τούτη την κοσμόπολη-«θριαμβικό κατόρθωμα» της νεωτερικότητας, αλλά και σύμβολο της περιπλάνησης στον ρευστό μετανεωτερικό μας κόσμο. Ο προσωπικός διάλογος με τις μύριες φωνές της πολυπλόκαμης μητρόπολης οδηγεί τη σκέψη του προς τα πίσω: στους θαλασσοπόρους, τους μετανάστες, την άγρια Δύση. Ψηλαφεί στα κτίρια και στις χειρονομίες των ανθρώπων τις ανθρωπολογικές ρίζες του αμερικανικού τρόπου ζωής.
Συναισθάνεται ότι αυτό το πρότυπο έχει εξαπλωθεί σε όλη την οικουμένη, φυτεύοντας μιαν Αμερική μες στην ψυχή του καθενός μας, τόσο βαθιά ώστε να κάνει μάταιη την αντίθεση μεταξύ φιλοαμερικανισμού και αντιαμερικανισμού. Όμως, την ίδια στιγμή, διαπιστώνει πόσο μακριά βρίσκεται η Αμερική της Αμερικής από την Αμερική του κόσμου.
Έτσι, το οδοιπορικό γίνεται λίγο-λίγο ένα αφηγηματικό δοκίμιο που, ξετυλίγοντας το νήμα της πλοκής του από τα χρόνια του Κολόμβου ως την πρόσφατη οικονομική κρίση και την εκλογή του Ομπάμα, στοχάζεται τη σημερινή κατάσταση της πόλης, της πολιτικής, της οικονομίας και της τέχνης – την κατάσταση του ανθρώπου. Και αναρωτιέται πώς θα μπορούσαμε να χτίσουμε πάνω στα ερείπια των ρημαγμένων αλλοτινών χωριών μας και στα αδιέξοδα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης επαρχίας μας, το μελλοντικό οικουμενικό χωριό μας.