Ο πενηντάχρονος Γκούσταφ Άσενµπαχ, ένας επιτυχηµένος συγγραφέας, ταξιδεύει στη Βενετία για διακοπές. Στη διάρκεια ενός γεύµατος στο ξενοδοχείο, την προσοχή του τραβάει ένα εξαιρετικά όµορφο αγόρι. Σύντοµα οι µέρες του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το πότε θα το ξαναδεί και αγνοεί τις δυσοίωνες φήµες που κυκλοφορούν ότι ένας λοιµός εξαπλώνεται στην πόλη.
Ο "Θάνατος στη Βενετία" είναι µια αριστουργηµατική ιστορία για την εµµονή, για την αγωνία του δηµιουργού και την άβυσσο του τέλους.
Μεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι µε τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Γκούσταφ Άσενµπαχ.
Αναµφισβήτητα ένας από τους κλασικούς τίτλους της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Independent
Πολλά, πάµπολλα τα ερωτήµατα που θέτει ο Μαν στην πυκνή ύφανση αυτής της νουβέλας κι ο αναγνώστης θα απαντήσει κατά το δοκούν. Ωστόσο δίνεται και µια απάντηση απευθείας από τον συγγραφέα. "Οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί επαινούν ένα έργο τέχνης. Μη όντας ειδήµονες, πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν σ’ αυτό εκατοντάδες προτερήµατα για να δικαιολογήσουν την προτίµησή τους· όµως ο πραγµατικός λόγος της επιδοκιµασίας τους είναι κάτι απρόσµενο, [...] ότι συµπάσχουν". Στον Θάνατο στη Βενετία, στη σύντοµη αυτή ιστορία όπου όλα εκτυλίσσονται στο πνεύµα µιας µουσικής σύνθεσης, µε τον ρυθµό να επιταχύνεται από τη µία φράση στην άλλη, µας δίνεται τουλάχιστον η δυνατότητα να συµπάσχουµε µε τον ήρωά του κι εντέλει να τον συµπαθήσουµε παρά την εσωτερική σύγχυση και τα ανοµολόγητα πάθη του.
(από τον πρόλογο του Δηµήτρη Στεφανάκη)
"Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και εκτιµά τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζει ώστε να µπορεί να τον κρίνει, και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο".
Η ιστορία μιας παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας της Λυβέκης που αρχίζει γύρω στο 1830 με τον γέρο Γιόχαν Μπούντενμπροκ και τελειώνει με τον Χάννο, τον εγγονό του. Οικογενειακές γιορτές και συγκεντρώσεις, βαφτίσια και κηδείες, γάμοι και διαζύγια, επαγγελματικές επιτυχίες και αποτυχίες συνθέτουν αυτό το μυθιστόρημα για το οποίο ο Τόμας Μαν βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1929.
Με αντικειμενικότητα και λεπτή ειρωνεία ο συγγραφέας καταγράφει την άνοδο και την πτώση της οικογένειας Μπούντενμπροκ. Με επιμονή στη λεπτομέρεια περιγράφει πρόσωπα που πιστεύουν ότι μπορούν να ορίσουν τη μοίρα τους, αλλά τελικά δεν το καταφέρνουν κι ας έχουν την πολυτέλεια να βλέπουν λίγο μακρύτερα. Γιατί η ευτυχία αλλά και η καταστροφή είναι το άθροισμα εκατοντάδων φαινομενικά ασήμαντων κινήσεων.
Οι Μπούντενμπροκ, όπως λέει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «είναι μια πράξη σεβασμού προς τη ζωή που, αφού υπάρχει, είναι καλή και δίκαιη».