Πώς φτάσαμε τόσο μακριά στο Διάστημα; Με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την πρώτη προσσελήνωση, ο κορυφαίος αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος μας αφηγείται την πορεία μας προς τα άστρα και αναθυμάται σταθμούς της προσωπικής του διαδρομής.
Καθώς ολόκληρη η ανθρωπότητα παρακολουθούσε από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, ο πρώτος άνθρωπος ήταν έτοιμος να κατέβει και να περπατήσει πάνω στο παράξενο έδαφος της Σελήνης. Στην Ουάσιγκτον τα ρολόγια έδειχναν 4 λεπτά πριν από τις 11 το βράδυ της 20ής Ιουλίου 1969 και στην Αθήνα σχεδόν 5:00 το πρωί της άλλης μέρας.
Εκείνο το βράδυ, πάνω στη σκονισμένη επιφάνεια της Σελήνης, αποτυπώθηκε για πρώτη φορά ένα ανθρώπινο χνάρι που έγινε το σύμβολο "ενός τεράστιου άλματος για την ανθρωπότητα".
Η στιγμή εκείνη ήταν τόσο σπουδαία και σημαδιακή, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη στιγμή της δημιουργίας. Γιατί, όπως τόσο χαρακτηριστικά γράφτηκε τότε, "εκείνη η στιγμή ήταν ανώτερη και από την πρώτη χρήση της φωτιάς, και από την ανακάλυψη του τροχού, και από την εκμετάλλευση του αρότρου. Ήταν σπουδαιότερη από τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο και του Κολόμβου, ανώτερη και από τη διάσπαση ακόμα του ατόμου".
Γιατί έκτοτε ο κόσμος μας και η ιστορία του δεν περιορίζονται σ’ έναν μονάχα πλανήτη. Γιατί ο κόσμος μας είναι πλέον ολόκληρο το Διάστημα, και η ιστορία μας είναι τόσο μεγάλη και ανοιχτή όσο ολόκληρο το Σύμπαν.
....
Στα τέλη του ’68 από το Ελληνικό Προξενείο της Νέας Ορλεάνης με ειδοποίησαν ότι μία εφημερίδα στην Αθήνα ζητούσε κάποιον σαν κι εμένα να καλύπτει δημοσιογραφικά τις διαστημικές αποστολές, και όπως ήταν φυσικό δέχτηκα αμέσως, με μόνη αμοιβή τα έξοδά μου και την αεροπορική αποστολή της εφημερίδας, που έφτανε σε δύο ημέρες από την έκδοσή της. Στις δύο πρώτες αποστολές (Apollo 9 και 10) που κάλυψα δημοσιογραφικά περιοριζόμουν για οικονομία στο να επισκεφτώ το Διαστημικό Κέντρο του Χιούστον και να στέλνω τις ανταποκρίσεις μου στην Αθήνα από εκεί. Τη νέα εκτόξευση του Apollo 11 από το Ακρωτήριο Κένεντι δεν ήμουν διατεθειμένος να τη χάσω. Στο Διαστημικό Κέντρο Κένεντι έφτασα την παραμονή της εκτόξευσης και προσπάθησα, για ευνόητους λόγους, να βρω κι άλλους Έλληνες δημοσιογράφους διαπιστευμένους να παρακολουθήσουν την ιστορική αυτή εκτόξευση. Δεν βρήκα όμως κανέναν επισήμως διαπιστευμένο δημοσιογράφο από τη χώρα μας εκτός εμού!
Ένα γενναίο βιβλίο που προσφέρει καίριες αναλύσεις πάνω στις μεγάλες τάσεις που διαμορφώνουν τον κόσμο μας, πάνω στο πώς φτάσαμε ως εδώ, πάνω στις συνέπειες των παλαιότερων πολιτικών μας επιλογών. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η Άννα δεν περιορίζεται στην ανάλυση του παρελθόντος. Αντιθέτως, προσφέρει συγκροτημένες και απτές ιδέες για την ανανέωση της πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένα βιβλίο όσο πρέπει εικονοκλαστικό, ένα βιβλίο που αρνείται πεισματικά την προσκόλληση σε ξεπερασμένα διανοητικά σχήματα. Αλλά πάνω απ' όλα, ένα βιβλίο-έκκληση για δράση, προς όλους όσοι ενδιαφέρονται για το μέλλον της Ευρώπης και της δημοκρατίας.
(Ζοζέπ Μπορρέλ, Aντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας)
Το ζεύγος τους είναι ένας μύθος, η ζωή τους μια εποποιΐα. Η ιστορία τους αρχίζει στην αποβάθρα του παρισινού μετρό, με έναν κεραυνοβόλο έρωτα ανάμεσα στην κόρη ενός στρατιώτη της Βέρμαχτ και το γιο ενός Ρουμάνου Εβραίου που πέθανε στο Άουσβιτς. Βλέποντας πρώην ναζί εγκληματίες να αποκτούν πρόσβαση σε θέσεις ευθύνης, θα στρατευθούν σε ένα πολύχρονο αγώνα, με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης. Θα καταδιώξουν φυγόδικους ναζί, όπως ο Αλόις Μπρούνερ ή ο Γιόζεφ Μένγκελε και θα σύρουν πολλούς, όπως τον διαβόητο "χασάπη της Λυών", Κλάους Μπάρμπι, στα γαλλικά δικαστήρια.
Παράλληλα, θα κάνουν ένα τιτάνιο έργο για τη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, για το οποίο θα παρασημοφορηθούν από τη Γαλλική και τη Γερμανική Δημοκρατία, όπως και από το κράτος του Ισραήλ.
Η συναρπαστική, ιδιωτική και δημόσια ζωή, του ζεύγους Κλάρσφελντ, όπως τη διηγούνται οι ίδιοι.
«Κάποιος µε ρώτησε αιφνιδιαστικά τι θα έβαζα ως περιληπτικό τίτλο της πορείας µου. Στη σχετική αµηχανία µου θυµήθηκα τη σύντοµη προσευχή που ψιθύρισα το 1964, στην πρώτη φάση της ελονοσίας: “Θεέ µου, µπορείς να έχεις πολλά παράπονα από εµένα, αλλά γνωρίζεις ότι προσπάθησα να Σε αγαπήσω”. Τότε ήµουν 35 ετών. Και είχα πάρει την απάντηση: “Προσπάθησε να αγαπάς όλες τις εικόνες Μου, όλους τους ανθρώπους, που κινούνται γύρω σου, ιδιαίτερα όσους είναι αδικηµένοι ή αναζητούν το Πρόσωπό Μου. Και τότε θα Με αγαπήσεις πιο πολύ”. Αυτό µε βοήθησε να Τον διακονήσω σε συνθήκες σκληρές σε διάφορες χώρες».
Από το φθινόπωρο του 2018 ως το φθινόπωρο του 2020 η Νατάσα Μπαστέα και ο Μάκης Προβατάς, σε µια σειρά συνοµιλιών στην Αθήνα και στα Τίρανα, κατέγραψαν τις σκέψεις του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιου για την πορεία του, τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια ως σήµερα και τις εξελίξεις στον κόσµο γύρω µας.