«Και τι πειράζει που δε θέλει η αδερφή σου να έρθει;» είχε πει η Ελπίδα εκείνο το απόγευμα κι ο Σπύρος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Έτσι κι αλλιώς, τον δρόμο τον ξέρεις, δεν τον ξέρεις;» Τον ήξερα, αλλά… «Οπότε θα είσαι η οδηγός μας» πανηγύρισε η φίλη μου και το στομάχι μου σφίχτηκε. Εγώ ποτέ δεν ήμουν οδηγός κανενός. Μια ζωή οι άλλοι οδηγούσαν εμένα – η μαμά, η γιαγιά, η Έλλη. «Εντάξει» είπα άκεφα και πήρα πρώτη το μονοπάτι. Δειλά, διστακτικά. Θα πάμε ως την κορυφή του λόφου, είπα μέσα μου. Και μετά θα γυρίσουμε στο Γαλάζιο Ακρογιάλι. Η μέτρια Άννα και η χαρισματική Έλλη. Η μαμά, που όλο τρέχει να προλάβει. Η Μελίνα, που τα πάντα τής φταίνε. Το σπιτάκι με την πράσινη πόρτα. Ο γκρινιάρης Ηλίας και η πολυταξιδεμένη Ελπίδα. Η Μυστική Παραλία. Ο φοβητσιάρης Σπύρος και η ατρόμητη Χριστίνα. Το αυτοκίνητο-καρχαρίας κι ο Πύργος των Καταιγίδων. Ο παράξενος κύριος Θόδωρος και το κόκκινο βαρκάκι του. Ο Όρμος των Πειρατών. Ένα μυστήριο – μπορεί και δυο. Και τρεις μήνες που θ’ αποδείξουν στην Άννα πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο– ακόμα κι αν έχεις για μοναδική σου περιουσία μισό σύννεφο στην τσέπη. Το μυθιστόρημα της Ελένης Γεωργοστάθη, με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι και τις περαστικές φιλίες της παραλίας, ακολουθεί καταπόδας τις μικρές και μεγάλες ανατροπές της ζωής της ηρωίδας του, ενός παιδιού μονογονεϊκής οικογένειας που τα φέρνει πολύ δύσκολα οικονομικά, ακροβατεί μαζί της ανάμεσα στην παιδική ανεμελιά και στη σκληρή πραγματικότητα, ανάμεσα στη γενναιοδωρία καινούργιων φίλων και στον κίνδυνο που καραδοκεί αθέατος. Ταυτόχρονα, φέρνει στο προσκήνιο ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, με κυρίαρχο αυτό της ευαλωτότητας παιδιών που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα σε έναν κόσμο στον οποίο η ισότιμη πρόσβαση σε ευκαιρίες και κοινωνικά αγαθά δεν είναι αυτονόητη.