Η Γαλλική Επανάσταση αρχίζει στις 28 Απριλίου του 1789, τη μέρα που ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης βιοτεχνίας χάρτινης ταπετσαρίας ανακοινώνει στο προσωπικό μειώσεις μισθών. Οι εργάτες εξεγείρονται, βάζουν φωτιά στις εγκαταστάσεις, τις λεηλατούν. Η Γαλλία είναι σε κρίση· οι άνθρωποι υποφέρουν. Ώσπου έρχεται αυτή η ατέλειωτη πνιγηρή νύχτα της 13ης Ιουλίου του 1789, μια νύχτα που όλοι την πέρασαν ξάγρυπνοι, γεμάτοι αγωνία. Το πρωί της 14ης Ιουλίου, με την άλωση της Βαστίλλης, η Επανάσταση είναι πλέον σε εξέλιξη. Ο Ερίκ Βυϊγιάρ μάς μεταφέρει το κλίμα εκείνης της ημέρας, εμφυσώντας πνοή σε τούτη τη μεγάλη εξέγερση που, με τον καιρό, το μήνυμά της ξεθώριασε σε εορταστικό απολίθωμα. Με αφετηρία το ανώνυμο πλήθος, το 14η Ιουλίου εστιάζει στη συλλογική αφήγηση των ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτά τα γεγονότα, αλλά ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία· μικρογραφίες όλο ζωή, που συνθέτουν από κοινού μια μεγαλειώδη τοιχογραφία.
Η άλωση της Βαστίλλης είναι ένα από τα πιο εμβληματικά συμβάντα όλων των εποχών. Μας αφηγήθηκαν, όμως, την ιστορία της όπως την έγραψαν οι επιφανείς, υπό την οπτική γωνία όσων δεν ήταν παρόντες εκείνη την ημέρα. Το βιβλίο του Ερίκ Βυϊγιάρ διηγείται, αντίθετα, την ιστορία των αφανών που πράγματι άλωσαν τη Βαστίλλη. Είναι ένα βιβλίο χάρη στο οποίο η ημέρα της επετείου της Γαλλικής Επανάστασης, η ημέρα της εθνικής εορτής της Γαλλίας, μοιάζει να ανακτά το ορμητικό και ανυπότακτο μεγαλείο της.
Ένα βιβλίο με παθιασμένη γραφή, το οποίο καθιστά πρόδηλο αυτό που συνήθως λησμονούμε: η ελευθερία απαιτεί και την ισότητα όλων ενώπιον της Ιστορίας.
Η ημερήσια διάταξη στις 20 Φεβρουαρίου 1933: Η αφήγηση μιας συνηθισμένης μέρας, σε αυτόν τον βαρύ χειμωνιάτικο μήνα στο Βερολίνο, κατά την οποία λαμβάνει χώρα, στα άνετα σαλόνια του Ράιχσταγκ, η μυστική σύσκεψη είκοσι τεσσάρων βαρόνων της γερμανικής βιομηχανίας με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος. Στόχος, να "περάσουν από το ταμείο" για να χρηματοδοτήσουν την άνοδο και σταθεροποίηση στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του αποτρόπαιου αρχηγού του. Είμαστε στον "παράδεισο της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών", μαζί με τους Krupp, Opel, Siemens, Telefunken, Agfa, IG Farben...
12 Μαρτίου 1938: Στην ημερήσια διάταξη βρίσκεται η προσάρτηση της Αυστρίας. Τα επίκαιρα απαθανάτισαν μια εικόνα μηχανοκίνητων στρατευμάτων, τρομερής ισχύος, την εικόνα μιας σύγχρονης εκδοχής της ειμαρμένης. Ωστόσο, πίσω από τη στομφώδη προπαγάνδα του Γκαίμπελς υπήρξε ένας πόλεμος-αστραπή της συμφοράς, με τα πάντσερ ακινητοποιημένα, λόγω μηχανικής βλάβης, στους αυστριακούς δρόμους... Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον μύθο! Η ιστορία των παρασκηνίων της εγκαθίδρυσης του ναζιστικού καθεστώτος, ένα σύμφυρμα από πραξικοπηματικές ενέργειες και ωραία λόγια, μια σειρά από οργίλες τηλεφωνικές κλήσεις και χονδροειδείς απειλές, φανερώνει μια εντελώς διαφορετική πλευρά, πολύ λιγότερο ένδοξη. Η σκωπτική παρουσίαση αυτής της πραγματικότητας είναι αριστουργηματική. Η ορμητική αφήγηση συγκλονίζει. Η γραφή του Eric Vuillard αποκαθιστά στην αλληλουχία των γεγονότων το πραγματικό (ευτελές και αξιοθρήνητο) συναισθηματικό της φορτίο, το εύθραυστο της στιγμής. Ο συγγραφέας θέλει να μας θυμίσει ότι τις περισσότερες φορές αυτό που καθιστά κάποιον αήττητο δεν είναι οι περιστάσεις, αλλά η δική μας συναίνεση και οι συμβιβασμοί των ισχυρών. Γιατί η καταστροφή δεν είναι πάντοτε μοιραία...
"Το Κονγκό δεν υπάρχει". Άρα πρέπει να επινοηθεί. Το 1884, στο Συνέδριο του Βερολίνου, όταν οι μεγάλες δυνάμεις μοιράζουν μεταξύ τους την Αφρική, ιδρύουν μια εμπορική επιχείρηση: το ανεξάρτητο κράτος του Κονγκό. Ακολουθούν οι εργασίες εκχέρσωσης, η εγκατάσταση εμπορικών καταστημάτων, οι σφαγές...
Το κακό αποκτά σάρκα και οστά όταν ο Ερίκ Βυϊγιάρ ζωντανεύει τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄, τον ιχνηλάτη Σαρλ Λεμαίρ, τον βασανιστή Λεόν Φιεβέζ, τους διαπραγματευτές αδελφούς Γκοφφινέ. Στο "Κονγκό", ιστορική αφήγηση και συνάμα πολιτική αποτίμηση του ελεύθερου εμπορίου, ο Βυϊγιάρ αναβιώνει, χωρίς να τρέφει καμία ψευδαίσθηση και χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, την περίοδο της αποικιοκρατίας, την αφετηρία της δικής μας νεωτερικότητας.
Το 1524 οι φτωχοί ξεσηκώνονται στον Νότο της Γερμανίας. Η εξέγερση επεκτείνεται, σύντομα εξαπλώνεται στην Ελβετία και την Αλσατία. Μια μορφή ξεχωρίζει μέσα στο χάος: η μορφή ενός νεαρού θεολόγου, που μάχεται μεταξύ των εξεγερμένων. Ονομάζεται Τόμας Μύντσερ. Η τρομερή ζωή του είναι μυθιστορηματική. Αυτό σημαίνει ότι θα άξιζε να τη ζήσουμε· άρα και να την αφηγηθούμε.
Το ξέρουμε από τον καιρό του Ρουσσώ ότι η ανισότητα έχει μια πολύ παλιά και τρομερή ιστορία, που δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ο Πόλεμος των φτωχών αφηγείται ένα σκληρό και όχι πολύ γνωστό επεισόδιο των μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων. Τον 16ο αιώνα το κίνημα της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρομένων ξεσηκώνεται ενάντια στην εξουσία και στα προνόμια. Γρήγορα, όμως, σημειώνει μια παύση, κάνει ένα βήμα πίσω, αστικοποιείται. Οι χωρικοί, ωστόσο, οι φτωχοί των πόλεων, στους οποίους εξακολουθούν να τάζουν την ισότητα στον ουρανό, αναρωτιούνται: «Και γιατί να μην έχουμε ισότητα τώρα, εδώ, στη γη;» Ακολουθεί μια μανιασμένη πάλη ανάμεσα στους ισχυρούς, στους συμβιβασμένους προτεστάντες, και τους άλλους, τους εξαθλιωμένους. Μερικοί θεολόγοι ηγούνται των δεύτερων. Ο Τόμας Μύντσερ είναι ένας από αυτούς· έχει σημαδέψει τις μνήμες με την αποφασιστικότητα και τον δυναμισμό του ύφους του. Ο Πόλεμος των φτωχών αφηγεί-ται την ιστορία του. Την ιστορία μιας εξέγερσης διά του λόγου, την οποία αποτυπώνει με αμεσότητα η ευρηματική δύναμη της γραφής του Ερίκ Βυϊγιάρ.
Από την πρώτη κιόλας παράγραφο αυτού του θυελλώδους έργου ιστορικής μυθοπλασίας, ο Βυϊγιάρ καθηλώνει τον αναγνώστη του. Τοποθετώντας τη δράση του βιβλίου στην εποχή που οι θρησκευτικές διαμάχες έστελναν τα έθνη στον πόλεμο και τους ανθρώπους στην πυρά, ο Βυϊγιάρ περιγράφει τη ζωή ενός λησμονημένου οραματιστή, τόσο σε ένα εντυπωσιακό έργο επικαιροποίησης ενός ιστορικού γεγονότος όσο και σε ένα επαναστατικό κήρυγμα, μια παθιασμένη καταγγελία της ανισότητας.