Στο βιβλίο επιχειρείται μια θεώρηση της ελλαδικής λογοτεχνίας των Ρομαντικών χρόνων· ένα πανόραμα που περιλαμβάνει και τα έργα (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο), και -όσο γίνεται- τους αναγνώστες τους. Η αφήγηση ακολουθεί πιστά τη ροή του ιστορικού χρόνου· η λογοτεχνική παραγωγή εξετάζεται ανά έτος (ενίοτε ανά διετία) σύμφωνα με τη σειρά που εκδίδεται. Επικεντρώνεται κυρίως στην ελλαδική, κι όχι γενικότερα στην ελληνική λογοτεχνία, αφήνει δηλαδή έξω από το πεδίο τα Επτάνησα και σε μεγάλο βαθμό τη λιγοστή -για όλη την πεντηκονταετία περίπου- παραγωγή της Πόλης, της Σμύρνης και των παροικιών: όλα αυτά τα έργα ελάχιστα ή και καθόλου δεν διαβάστηκαν από το ελλαδικό κοινό πριν το 1880 ούτε επηρέασαν τους συγγραφείς είτε τους αναγνώστες - η συνεξέτασή τους θα παραγνώριζε αυτό το γεγονός, και θα δημιουργούσε μια πλασματική ιδέα.
Περισσότερο μια ιστορική αφήγηση που πλησιάζει κάπως το δοκίμιο παρά ένα τυπικό εγχειρίδιο, το βιβλίο επιλέγει να ρίξει φως σε ζητήματα που είχαν μείνει στο περιθώριο, να σχολιάσει περισσότερο όσα η διερεύνησή τους μας προσφέρει μια συνολικότερη θέαση της ρομαντικής εποχής. Έτσι, πλάι στη ελληνική παραγωγή, συνυπολογίζονται και οι μεταφράσεις της ευρωπαϊκής πεζογραφίας, καθώς και ο πνευματικός (εν μέρει και ο κοινωνικός ή πολιτικός) περίγυρος: τα περιοδικά, οι εφημερίδες, η κριτική σκέψη, τα σημαντικά ιστορικά έργα, αλλά και οι τρόποι διάδοσης των εντύπων. Μολονότι ξέρουμε ελάχιστα για το πόσοι διάβαζαν και τί διαβαζόταν, ο
Από τα πιο κεντρικά γεγονότα της Επανάστασης, η περίφημη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου άρχισε τον Απρίλη του 1825 και έληξε στις 11 Απριλίου 1826 (ξημερώνοντας η Κυριακή των Βαΐων) με την ηρωική Έξοδο της φρουράς και τις σφαγές και τις αιχμαλωσίες όσων παρέμειναν (άρρωστοι και πληγωμένοι στρατιώτες, γυναίκες, γέροντες, παιδιά).
«Άρχισα τα παρόντα σημειώματα από τους 1832 Νοεμβρίου 15», σημειώνει ο Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872)· η αφήγηση των όσων έζησε μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα απομνημονεύματα αγωνιστή, και σίγουρα ένα κείμενο όπου η προσωπική εμπειρία αποτυπώθηκε με τον αμεσότερο και γνησιότερο τρόπο. Το αγωνιστικό ήθος και οι αρνητικές συμπεριφορές, η καθημερινότητα και οι συγκρούσεις, οι βρισιές και τα αστεία που εξακόντιζαν οι πολιορκημένοι στους πολιορκητές και αντίστροφα, οι προσπάθειες του Κιουταχή και του Ιμπραΐμ να πετύχουν κάποια συνθηκολόγηση, η αγωνία των πολιορκημένων μήπως δεν φανούν τα υδραίικα ή τα σπετσιώτικα καράβια, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους Σουλιώτες και τους Ρουμελιώτες, οι κανονιές και οι αδιάκοπες επισκευές του τείχους.