Για το βιβλίο με τίτλο Η Εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ: Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και Πρώτο Βραβείο Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2004
Ποιoς ευθύνεται για την εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ; Ή μήπως είναι απαγωγή…; Τι συμβαίνει στον πύργο της Ούρσουλα ντε Φλαφ; Είναι στ’ αλήθεια στοιχειωμένος ή κρύβει κάποιο ακόμα σκοτεινότερο μυστικό…; Ποια κατάρα σκεπάζει το θρυλικό περιδέραιο της Νιαουφερτίτης; Και τι θα συμβεί σ’ αυτόν που θα τολμήσει να το αποκτήσει…; Κι ένα ταξίδι με το διάσημο τρένο Τούνδρα Εξπρές, όπου, μέσα στο χιόνι και τη σιωπή, μια σειρά από φοβερά εγκλήματα αρχίζουν να συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο… Τις μυστηριώδεις, γεμάτες αγωνία αυτές υποθέσεις καλείται να εξιχνιάσει ο διάσημος Κορνήλιος Κρικ, ο κορυφαίος σκίουρος-ντετέκτιβ του πλανήτη, με την πιστή του φίλη και συνεργάτιδα, την πυγολαμπίδα Μάρθα, η οποία είναι διάσημη… για άλλους λόγους, όπως το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο και οι ξεκαρδιστικοί μπελάδες στους οποίους συχνά μπλέκεται από μόνη της. Οι τέσσερις αυτές περιπέτειες του Κορνήλιου Κρικ, για πρώτη φορά μαζί σ’ ένα βιβλίο, αποκαλύπτουν τα συναρπαστικά τους μυστικά σε νέους αναγνώστες, μικρούς και μεγάλους.
Στις 28 Δεκέμβρη του 2008, στις τρεις τα χαράματα, ο μεγαλύτερος φόβος μου έγινε πραγματικότητα: κατά το κοινώς λεγόμενον, τρελάθηκα.
Το μυαλό μου –ο κόσμος μου– γκρεμίστηκε και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση, που σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νεός Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμόνευαν στο κατόπι μου.
Σ’ αυτό μου το παραλήρημα, ολοζώντανο ακόμα στη μνήμη μου, στη σύντομη νοσηλεία μου και στην κατοπινή, θανατερή μου κατάθλιψη, παρέσυρα κι οδήγησα στην απόγνωση όλους τους ανθρώπους της καρδιάς μου, που μ’ έβλεπαν άξαφνα κατακερματισμένο από μιαν ανεξέλεγκτη ψυχική ασθένεια.
Ο ζοφερός Δεκέμβρης του ’08 στη μουδιασμένη Αθήνα. Το ιερό κόκκινο χρώμα. Κι η αυτόχειρας μάνα μου, που χρόνια μετά επιστρέφει από τον Άδη. Στο βιβλίο αυτό έγραψα όλα όσα θυμάμαι, χωρίς ν’ αλλάξω τίποτα και μην κρατώντας τίποτα κρυφό. Γιατί χάρη σ’ αυτές τις αδιανόητες μέρες, κατάφερα, μες στα συντρίμμια του μυαλού μου, να βρω έναν νέο εαυτό και τον δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην ψυχική γαλήνη. Κι ενώ η ιστορία μου μοιάζει μοναδική, το τέρας της ψυχικής αρρώστιας και του φόβου που σκορπάει είναι κοινό για όλους μας, όπως και το θηρίο της αγάπης και της κάθε ανθρώπινης δύναμης.
Γιατί η ψυχή μας δεν είναι φτιαγμένη ν’ αρκείται στη δυστυχία.
Ο Αντώνης Ράπτης, δεκαεφτά χρονών αγόρι, αιματοκύλισε το Χρυσοδέντρι: μπήκε στην τάξη του μονοθέσιου σχολείου μ’ ένα κλεμμένο πολυβόλο, σκότωσε τον δάσκαλο κι όλους σχεδόν τους φίλους του, κι έπειτα αυτοπυρπολήθηκε. Το μακελειό συντάραξε το ακριτικό χωριουδάκι, αλλά η αστυνομία έκλεισε τον φάκελο εν τάχει. Το τι συνέβη ήταν φως φανάρι: άλλο ένα πειραγμένο σκατόπαιδο που, με αφορμή μια ερωτική απογοήτευση, έκανε τη ζήλια του φονικό όπλο.
Όμως ο άνεμος της ενοχής τραντάζει ακόμα τα δέντρα του χωριού. Η μάνα του δράστη ξέρει ότι ο δολοφόνος κι ο γιος της δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Το μόνο θύμα της επίθεσης που έχει ακόμα τις αισθήσεις του πασχίζει να αρθρώσει την αλήθεια. Κι οι ψυχές των νεκρών μαθητών φωνάζουν, σκυλοτρώγονται, κρατούν καλά το μυστικό τους.
Ο Φίλιππος Σέξτος, συλλέκτης μαρτυριών κι επίδοξος γραφιάς, ταξιδεύει στο χαροκαμένο Χρυσοδέντρι. Κάτι στην όλη υπόθεση δεν τον αφήνει σε ησυχία: πρέπει να μιλήσει με τους γονείς, με τα αδέρφια, με τη Μάρω, την πλέον τραγική απ’ τις μητέρες.
Όταν ένα παιδί σκοτώνει άλλα παιδιά εξακολουθεί να ’ναι παιδί; Κι όταν το αίμα χύνεται άδικα, ποια είναι η πρώτη αδικία, η ρίζα του κακού; Μια ιστορία μυστηρίου, ένα κυνηγητό για την αλήθεια. Ποιος σκότωσε πρώτος και ποιο θύμα ξεχάστηκε; Ένα σκοτεινό παραμύθι που σου κλέβει την ανάσα.