Η ταχύτατη διόγκωση του αστικού χώρου σε βάρος του αγροτικού, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, παρέσυρε στην λήθη του ιστορικού χρόνου έναν αφάνταστο σε ποικιλία και αριθμό πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και θρησκευτικών στοιχείων της προβιομηχανικής εποχής. Το εννοιολογικό περιεχόμενό τους μπορεί, σε πρώτο επίπεδο, να εξηγήσει πολλές από τις σχέσεις του προβιομηχανικού ανθρώπου) με τον γεωγραφικό ή φυσικό περίγυρό του και, σε δεύτερο επίπεδο, να συμβάλλει στην κατανόηση ενός μακραίωνα πολιτισμού, απόμακρου, πλέον, του ενεστώτα χρόνου.
Η ανθρωπογεωγραφία, έχουσα ως αντικείμενο τις σχέσεις του ανθρώπου με τον γεωγραφικό ή φυσικό περίγυρό του, αλλά και λόγω του διεπιστημονικού χαρακτήρα της, επιλέχθηκε ως το καταλληλότερο επιστημονικό μεθοδολογικό εργαλείο διερεύνησης των ανωτέρω σχέσεων, ήτοι, των παραγωγικών και μη υποδομών, των αναπλάσεων του εδάφους, των παραγωγικών διαδικασιών, των κοινωνικών δομών, των οικιστικών και αρχιτεκτονικών μορφών, καθώς και των τοπικών πολιτισμικών αποχρώσεων. Ειδικότερα, διαφυλάσσοντας, ως κόρην οφθαλμού, τον παρά πάνω στόχο, καταγράφηκε, ό,τι σχετίζεται ή συσχετίζεται με τον γεωγραφικό ή φυσικό χώρο της Ηπείρου και αποδίδει, δια της υλικής, αλλά και εννοιολογικής υπόστασής του, πολλά από τα ανθρωπογεωγραφικά, ήγουν πολιτισμικά χαρακτηριστικά της.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, τοπωνύμια, ονομασίες, λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας σχημάτισαν, στη διάρκεια πενήντα χρόνων αναζήτησης, ένα κοινωνικό λεξιλόγιο ή ένα οικονομικό γλωσσάριο ή ένα γλωσσολόγιο ανθρωπογεωγραφίας ή, ακόμη, θα τολμούσαμε, νεολογίζοντας, να πούμε, ένα ιδίωμα Οικογεωγραφίας της Ηπείρου. Αρχικώς, αυτό το ιδιότυπο γλωσσολόγιο αποκάλυπτε λαογραφικά στοιχεία της Ηπείρου, τα οποία, όμως, ενώ κέντριζαν την όρεξη και πρόσφεραν την τέρψη στην προσωπική κι επιστημονική περιέργεια και γνώση, μολαταύτα, άφηναν ένα μεγάλο κενό στη βαθειά και προς όλες τις κατευθύνσεις γνωριμία με την ανθρωπογεωγραφία της, ήτοι, τον πολιτισμό της. Αλλ' όταν, κάποια στιγμή, η αρνητική στάση μας απέναντι στην καθημερινή ομιλία έγινε θετική και η τοπική λαλιά άρχισε, σταδιακώς, να έχει διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο, τότε αντιληφθήκαμε, πως η γνωριμία με την ηπειρώτικη ανθρωπογεωγραφία, και κατ' επέκταση, με τον πολιτισμό της, δεν είναι παρά η προδιάθεση για μια ιδιαίτερη αίσθηση του τόπου.
Πολλοί εξ ημών πιστεύουμε, πως ο αγροτικός χώρος κατοικείται μόνον από γεωργούς και κτηνοτρόφους. Αυτό δεν είναι παρά μια άγνοια, ιδεοληψία ή προκατάληψη, γιατί, εκτός από γεωργούς και κτηνοτρόφους, ο αγροτικός χώρος φιλοξενεί, εμπόρους, γιατρούς, διδασκάλους, κτίστες, υπαλλήλους, εργάτες, τυροκόμους, κρεοπώλες, εκδοροσφαγείς, υλοτόμους, ξυλουργούς, χρυσοχόους, ζωγράφους, ψαράδες, αγωγιάτες, πανδοχείς, ιερείς, συγγραφείς, ηθοποιούς, σιδεράδες, χορευτές, αργυραμοιβούς, μουσικούς, αρτοποιούς, εστιάτορες, βυρσοδέψες, κυρίες εύθυμες, γραφιάδες, διερμηνείς, καλλιτέχνες, κλέφτες, ταβερνιάρηδες και κάθε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, εξειδίκευση ή πρακτική.
Στον αγροτικό, εν ολίγοις, χώρο, και δη στον ορεινό, αναπτύσσεται μία πολύ απασχόληση ή μια οικονομική πολύ δραστηριότητα, η οποία οφείλεται, κατά πρώτο, στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του και, κατά δεύτερο, στις κοινωνικές και οικονομικές δομές του. Ο αγροτικός χώρος της Μεσημβρινής Ευρώπης και, συνεπώς, της Ηπείρου, αποτελεί ένα τυπικό και, συγχρόνως, εξαιρετικό παράδειγμα μιας κοινωνίας συγκροτούμενης και συγκροτημένης στη βάση της οικογενειακής κοινότητας και μιας οικονομίας δομούμενης και δομημένης στη βάση της πολύ απασχόλησης ή οικονομικής πολύ δραστηριότητας